- ἡμερήσιον
- ἡμερήσιοςof the daymasc acc sgἡμερήσιοςof the dayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… … Dictionary of Greek
надьневьныи — (1*) пр. Повседневный: надн҃евьныи хлѣбъ (ἡμερήσιον) ПНЧ XIV, 194б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)